- κραστήριο
- το (Α κραστήριον)είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππωναρχ.στον πληθ. τὰ κραστήριαοι κολόνες τού κρεβατιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ- (πρβλ. κράστις «γρασίδι») + επίθημα -τήριον (πρβλ. γυμνασ-τήριον, δικασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.